- χασοφεγγαριά
- η, Νχάση τού φεγγαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χασο- (< θ. χασ- τού αορ. τού ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν -ο-) + φεγγάρι + κατάλ. -ιά (πρβλ. αλλαξοφεγγαρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χασοφεγγαριά — η η περίοδος κατά την οποία γίνεται μικρότερος ο φωτεινός δίσκος της σελήνης, χάση του φεγγαριού: Χτες είχε χασοφεγγαριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέξη — η 1. το να φέγγει κάτι, ο φωτισμός, το φέξιμο: Η φέξη του καντηλιού. 2. ξημέρωμα, γλυκοχάραμα: Στις τέσσερις το πρωί με τη φέξη πάει στο χωράφι του το καλοκαίρι. 3. η γέμιση του φεγγαριού, η περίοδος όπου γεμίζει το φεγγάρι (αντίθ. χασοφεγγαριά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)